- πετροβολημένος
- -η, -οαυτός που έχει πετροβοληθεί, αυτός που χτυπήθηκε με πετροβόλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετροβολιέμαι — πετροβολιέμαι, πετροβολήθηκα, πετροβολημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: πετροβολάω, πετροβολιέμαι : η κλίση κατά το θεωρώ, θεωρούμαι (βλ. πίν. 73 , 74 ) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετροβολώ — πετροβόλησα, πετροβολήθηκα, πετροβολημένος 1. ρίχνω πέτρες, χτυπώ με πέτρες: Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε (δημ. τραγ.). 2. ρίχνω ενάντια σε κάποιον οποιαδήποτε αντικείμενα: Να με πετροβολήσουνε μ αβγά καθαρισμένα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)